Συμπλήρωση Μηχανογραφικού Δελτίου: “Αναστάτωση” στο σύστημα της οικογένειας

«Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» : Μία απλή ερώτηση που όλοι απευθύνουμε σε παιδιά κάθε ηλικίας, αλλά συχνά την ξεχνάμε κατά τη διάρκεια της εφηβείας και, ειδικότερα, τη στιγμή της συμπλήρωσης του Μηχανογραφικού Δελτίου. Από άγχος, ανησυχία και φροντίδα για το εργασιακό μέλλον των μαθητών, που καλούνται να πάρουν αποφάσεις, αμελούμε ή απωθούμε τη σοφία που κρύβεται πίσω από αυτή την απλή ερώτηση. Όταν είναι μικρότερα, ρωτάμε τα ίδια τα παιδιά, καθώς πρώτον, θεωρούμε ότι αυτή η απόφαση τα αφορά άμεσα και, κατά δεύτερον, τα ρωτάμε τι θέλουν, καθώς κρίνουμε ότι η ίδια η επιθυμία τους έχει βαρύτητα στην επιλογή σπουδών και επαγγέλματος.

Τι μας οδηγεί, ωστόσο, ως γονείς να αναζητούμε περισσότερο, μέσα από έρευνες στο διαδίκτυο ή από ερωτήσεις σε γνωστούς του κύκλου μας, τα επαγγέλματα με τις περισσότερο θετικές επαγγελματικές προοπτικές, από το να απευθυνθούμε στα ίδια μας τα παιδιά ώστε να τα καταλάβουμε; Να αντιληφθούμε πώς τα ίδια νιώθουν για τα αποτελέσματα μιας τόσο επίπονης διαδικασίας, όπως οι πανελλήνιες εξετάσεις, και πώς τελικά οραματίζονται το επαγγελματικό τους μέλλον;

Σαφέστατα, έντονο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικογένειας είναι ότι οι γονείς «θυσιάζονται για τα παιδιά τους» και, φυσικά, κανείς δεν αμφισβητεί τις καλές προθέσεις και την φροντίδα που κρύβουν αυτές οι θυσίες. Οι γονείς επενδύουν πάρα πολύ στη μόρφωση των παιδιών από πολύ μικρή ηλικία, ώστε να έχουν μια καλύτερη πορεία από τους ίδιους. Ωστόσο, μερικές φορές μέσω αυτής της συναισθηματικής επένδυσης, δημιουργούνται υψηλές προσδοκίες στα παιδιά, τα οποία νιώθουν ότι, αν δεν πετύχουν τελικά τον επιθυμητό στόχο, την επιτυχία στις εξετάσεις δηλαδή, με κάποιο τρόπο θα έχουν προδώσει τις επιθυμίες των γονιών τους.

Πολλές φορές συμβαίνει όμως να αποπροσανατολίζονται από τις δικές τους βαθύτερες επιθυμίες και τείνουν να αποφασίζουν τελικά, για κάτι τόσο προσωπικό και σημαντικό για τη ζωή τους, με κριτήρια τις επιλογές και επιθυμίες των άλλων. Μένουν, λοιπόν, άβουλοι παρατηρητές θεωρώντας, αφενός, τον εαυτό τους ως προέκταση των γονιών τους και, αφετέρου, ότι πρέπει να συνεχίσουν το δρόμο που ήδη, σε ασυνείδητο τις περισσότερες φορές επίπεδο, έχει δρομολογηθεί από εκείνους.

Ποιες είναι όμως οι συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών που κρύβονται κάτω από όλες αυτές τις διαπραγματεύσεις; Ουσιαστικά, οι επιλογές που σχετίζονται με τις σπουδές και την εργασία, σηματοδοτούν την αυτονόμηση του παιδιού από την οικογένεια. Είναι, δηλαδή, η περίοδος που ενηλικιώνεται και χρειάζεται να χαράξει τον δικό του προσωπικό δρόμο. Για κάποιες οικογένειες η περίοδος αυτή φαντάζει ιδιαίτερα απειλητική, αφού ταράζει τις ισορροπίες που υπήρχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή· ισορροπίες, οι οποίες βασίζονται στο ότι οι γονείς φροντίζουν ως μεγαλύτεροι τα παιδιά, τα οποία δέχονται αδιαμαρτύρητα αυτή τη φροντίδα, καθώς φοβούνται βαθιά μέσα τους ότι χωρίς αυτή δεν μπορούν τελικά να τα καταφέρουν.

Η ενηλικίωση, όμως, σχετίζεται με τη σταδιακή ενδυνάμωση του παιδιού και άρα την «απαγκίστρωσή» του από τη γονεϊκή φροντίδα. Αυτό για κάποιες οικογένειες είναι αρκετά δύσκολο, μιας και καλεί, αφενός, τους γονείς να «κάνουν πίσω» και να αφήσουν ελεύθερα τα παιδιά να αποφασίσουν και, αφετέρου, τα παιδιά να αφήσουν την ασφάλεια που τους προσφέρουν οι γονείς και να δοκιμαστούν με τις συνέπειες των δικών τους αποφάσεων και επιλογών.

Είναι σαφές λοιπόν, ότι σε αυτή τη φάση η οικογένεια καλείται να αλλάξει μορφή· και κάθε αλλαγή φέρνει και μια «αναστάτωση» σε κάθε σύστημα. Κάποιες οικογένειες καταφέρνουν να περάσουν στο επόμενο στάδιο, ενώ κάποιες άλλες δυσκολεύονται λίγο περισσότερο, καθώς η αλλαγή τους φοβίζει και προσπαθούν να διατηρήσουν, όσο γίνεται, τα πράγματα ως έχουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πολύ πιθανόν οι συζητήσεις για τις σπουδές και την επαγγελματική πορεία, να φέρνουν έντονες συγκρούσεις, μιας και, από τη μία, οι γονείς προσπαθούν να κρατήσουν τα παιδιά κάτω από τις φτερούγες τους και, από την άλλη, εκείνα φωνάζουν, για να δείξουν ότι μεγάλωσαν. Είναι εξίσου, όμως, πιθανόν να μην υπάρχουν συγκρούσεις, αλλά τα παιδιά να εκφράζουν την αντίθεση με πιο έμμεσο τρόπο είτε αδιαφορώντας για το μέλλον τους είτε ακόμη με το να αποτυγχάνουν στις εξετάσεις.

Κατά συνέπεια, όλα τα παραπάνω φανερώνουν ότι η στιγμή της τελικής επιλογής των σχολών είναι μια σημαντική στιγμή που αφορά όλη την οικογένεια και ενέχει δυνάμεις ασυνείδητες και αντίρροπες που ίσως και να καθορίζουν την τελική επιτυχία της επιλογής. Καλό θα είναι οι γονείς να στηρίζουμε τα παιδιά σε κάθε επιλογή τους, όχι υποκαθιστώντας τα, αλλά ενθαρρύνοντάς τα να μιλήσουν τόσο για την εμπειρία της δοκιμασίας των πανελληνίων, όσο και για τα αντίστοιχα συναισθήματά τους. Να προσπαθήσουμε με κάθε τρόπο να τους δείξουμε ότι μέσα από κάθε δοκιμασία ουσιαστικά αναμετριόμαστε με τις δυνάμεις μας και με τις αντοχές μας και, έτσι, μας δίνεται η ευκαιρία να ανακαλύψουμε κομμάτια του εαυτού μας που παρέμεναν κρυμμένα. Παράλληλα, χρειάζεται να υπενθυμίσουμε στα παιδιά ότι μέσω από κάθε επίπονη εμπειρία, ανεξαρτήτως τελικού αποτελέσματος, αναπτύσσουμε χρήσιμες δεξιότητες, όπως επιμονή, ανθεκτικότητα, δέσμευση στο στόχο και διαχείριση χρόνου, οι οποίες σίγουρα μελλοντικά θα μας χρειαστούν σε κάθε μελλοντική επαγγελματική μας πορεία.

Τέλος, μερικές φορές χρειάζεται να ξανά δούμε βαθιά μέσα μας, να θυμηθούμε τις δικές μας αντίστοιχες εμπειρίες σε αυτή τη φάση ώστε να είμαστε σε θέση να «διδάξουμε» στα παιδιά μας πώς τελικά τα παιδικά όνειρα γίνονται ζωή.

ΚλεΙσε μια δωρεΑν συνΑντηση!