Ποιες είναι οι κοινωνικές επιδράσεις των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης;

–Paper του Κέντρου Συγκριτικών Μελετών Προνοιακών Συστημάτων του Πανεπιστημίου του Aalborg

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, κυρίως στην Ολλανδία και τη Σκανδιναβία, έχουν αξιολογηθεί κατά κόρον. Ο κοινός παρανομαστής των περισσότερων αξιολογήσεων αποτελεί η εστίασή τους στην απασχόληση ως εξαρτημένη μεταβλητή, και η “επιτυχία” των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης μετράται ως ο αριθμός των ανέργων που καταφέρνουν να αποκτήσουν θέση εργασίας έπειτα από τη συμμετοχή τους σε κάποιο πρόγραμμα ενεργοποίησης.

Οι επιστημονικές και πολιτικές διενέξεις σχετικά με τις στοχεύσεις των διαφορετικών τύπων προγραμμάτων ενεργοποίησης έχουν εστιάσει κυρίως στην υποχρέωση συμμετοχής καθώς και στις υποτιθέμενα θετικές συνέπειες από τη συμμετοχή σε προγράμματα ενεργοποίησης στις γενικότερες συνθήκες διαβίωσης καθώς και στην αυτοεκτίμηση ή/ και ευημερία.

Το ιδιαίτερο βάρος στην έννοια των υποχρεώσεων δίδεται από συντηρητικούς ακαδημαϊκούς, όπως o Lawrence Mead (υποχρεώσεις ως αντάλλαγμα για τα προνοιακά  δικαιώματα), ο οποίος ισχυρίζεται ότι η κύρια αιτίας αποτυχίας των κρατών πρόνοιας να καταπολεμήσουν το φαινόμενο της φτώχειας είναι η αντίληψη των κοινωνικών επιδομάτων ως δικαιώματα δίχως τις αντίστοιχες υποχρεώσεις. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι ο σκοπός της κοινωνικής πολιτικής θα πρέπει να είναι η περιστολή της αυξανόμενης εξάρτησης (στο κράτος πρόνοιας) μέσω της ενθάρρυνσης της ισοτιμίας και της ιδιότητας του πολίτη.

Σύμφωνα με τον Mead αυτό σημαίνει: ”ότι δεν απαιτείται από τους μειονεκτούντες να ΄επιτύχουν’, κάτι που δεν μπορούν όλοι να καταφέρουν. Απαιτεί μονάχα από όλους να ανταποκριθούν στις κοινές τους υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών υποχρεώσεων, όπως η εργασία. Όλοι οι ενήλικες που είναι ικανοί θα πρέπει να εργασθούν ή να επιδείξουν ικανότητα ανάγνωσης και γραφής στα Αγγλικά, όπως όλοι υποτίθεται ότι θα πρέπει να πληρώνουν φόρους ή να υπακούν στους νόμους”.

Η συγκεκριμένη προσέγγιση αποτελεί την οδό για την παγίωση ενός λόγου περί εργασιακής ηθικής, όπου η ενεργοποίηση των ανέργων αποκτά ζωτικό ρόλο.

Οι αξιολογήσεις που διενεργούνται εγείρουν έναν αριθμό ερωτημάτων – πρώτων είναι αμφίβολο, εάν υπάρχει η δυνατότητα μέτρησης της απομονωμένης επίδρασης της απασχόλησης, καθώς η επιλογή των συμμετεχόντων είναι κάθε άλλο παρά τυχαία, και δευτερευόντως η εστίαση στην απασχόληση αποκλειστικά ως εξαρτημένη μεταβλητή είναι ανεπαρκής. Για πολλούς μακροχρόνια ανέργους, η “διαδρομή” εμπερικλείει περισσότερες δυσκολίες απλώς από την πρόσβαση στην απασχόληση, και οι έρευνες θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους αυτόν τον παράγοντα.

Οι αναλύσεις βασίζονται σε μία εκταταμένη ποσοτική έρευνα με δείγμα τους ανέργους στη Δανία το 2007, και οι βασικές μεταβλητές για την εμπειρική ανάλυση αποτέλεσαν οι διαφορετικές εκφάνσεις της κοινωνικής περιθωριοποίησης ως εξαρτημένες μεταβλητές, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής συμμετοχής, της αυτοεκτίμησης και του στιγματισμού, και η συμμετοχή σε προγράμματα ενεργοποίησης και η αξιολόγησή τους ως ανεξάρτητες μεταβλητές.

Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν με πειστικό τρόπο ότι οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης δεν επιδρούν σε κανέναν εκ των δεικτών κοινωνικής περιθωριοποίησης, όταν συγκρίνουμε το βαθμό κοινωνικής δικτύωσης, το αίσθημα στιγματισμού και αυτοεκτίμησης μεταξύ των συμμετεχόντων σε προγράμματα ενεργοποίησης με τους μη-συμμετέχοντες. Οι ίδιοι οι άνεργοι, όμως, όταν ρωτούνται άμεσα να αξιολογήσουν τη συμμετοχή τους στα προγράμματα, την αξιολογούν θετικά τόσο ως προς τη διάσταση της αυτοεκτίμησης όσο και ως προς την αύξηση των πιθανοτήτων επιστροφής τους στην αγορά εργασίας.

Πηγή: Karen Nielsen Breidahl, Sanne Lund Clement – Theresa Lyngdahl, Social Effects of Active Labour Market Policy, Centre for Comparative Welfare Studies (www.ccws.dk) Aalborg University

Μετάφραση/Απόδοση: Ντούνης Ανδρέας*

ΚλεΙσε μια δωρεΑν συνΑντηση!