Αν και αναγνωρίζουμε ότι η απόπειρα οριοθέτησης ορισμών στις κοινωνικές επιστήμες είναι «παρακινδυνευμένη», εντούτοις θα επιχειρήσουμε να ορίσουμε την έννοια και τη σημασία της εργασίας και θα αναδείξουμε έστω και «αχνά» την έννοια των εργαζόμενων φτωχών.
Ένας ορισμός για την εργασία που συμπλέει με τον λόγο περί κοινωνικής ενσωμάτωσης μπορεί να είναι ο εξής:
«Η εργασία αποτελεί, για όλα τα ενεργώς οικονομικά μέλη της κοινωνίας, την απόλυτη έκφραση της αξιοπρέπειας, της ανεξαρτησίας, του αυτοσεβασμού και της αποφυγής πάσης μορφής διακρίσεων και υλικών, κοινωνικών ή και πνευματικών στερήσεων. Λειτουργεί ως εναργής παράγοντας του αυτοπροσδιορισμού και ετεροπροσδιορισμού της κοινωνικής στρωμάτωσης και αποτελεί τον βασικότερο προσδιοριστικό παράγοντα αποφυγής της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού».
Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι ενώ η εργασία αποτελεί κατά πολλούς την μέγιστη εκπλήρωση του κοινωνικού ρόλου[1], η αποφυγή της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού εξαρτάται περισσότερο από την ένταση της απασχόλησης καθώς και την μορφή της[2] παρά αποκλειστικά από την ύπαρξή της ή όχι.
Η βιβλιογραφία και αρθρογραφία της μελέτης του φαινομένου των εργαζόμενων φτωχών (working poor) φαίνεται να συμπορεύει με αυτήν τη διαπίστωση.
«Οι εργαζόμενοι φτωχοί αποτελούν την ομάδα ατόμων που εργάζονται και το διαθέσιμο εισόδημά τους δεν είναι αρκετό για να διαφύγουν τον κίνδυνο της φτώχειας. ‘Εργαζόμενοι’ ορίζονται τα άτομα που εργάστηκαν για περισσότερους από 6 μήνες στην ετήσια (στατιστική) περίοδο αναφοράς και ο κίνδυνος φτώχειας ορίζεται ως η διαβίωση με εισόδημα κατώτερο του 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος.
Το εισόδημα μετράται σε σχέση με το νοικοκυριό στο οποίο ένα άτομο διαμένει και λαμβάνει υπόψιν το εισόδημα όλων των μελών του νοικοκυριού, το οποίο διαμειράζεται ανάμεσά τους έπειτα από την στάθμιση σχετικά με το μέγεθος και την σύνθεση του νοικοκυριού.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι , για παράδειγμα, ένας άντρας και μία γυναίκα που διαμένουν στο ίδιο νοικοκυριό υποτίθεται ότι διαθέτουν το ίδιο ισοδύναμο εισόδημα ανεξάρτητα από τα ατομικά τους έσοδα. Εάν τα άτομα διατρέχουν τον κίνδυνο της φτώχειας, αυτό προκαλείται όχι μόνον απλώς από το χαμηλό επίπεδο του μισθού/μισθών αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι οι μισθοί δεν επαρκούν για να διατηρήσουν το εισόδημα του νοικοκυριού στο οποίο διαμένουν σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο.
Με την ίδια λογική, ένα άτομο μπορεί να λαμβάνει μισθό που είναι κατά πολύ κατώτερος από το όριο της φτώχειας αλλά να μην διατρέχει τον κίνδυνο φτώχειας επειδή τα έτερα μέλη του νοικοκυριού έχουν εισόδημα το οποίο επαυξάνουν το συνολικό εισόδημα του νοικοκυριού πάνω από το όριο της φτώχειας. Ένα τέτοιο άτομο, επομένως, δεν προσμετράται ως εργαζόμενος φτωχός σύμφωνα με τον πάνω ορισμό. Ένα άτομο, αντιθέτως, μπορεί να έχει έσοδα πολύ μεγαλύτερα από την γραμμή φτώχειας αλλά επειδή μοιράζεται το νοικοκυριό με άτομα που δεν εργάζονται να προσμετράται ως εργαζόμενος φτωχός.
Το 2007, στην ΕΕ των 27, περίπου το 8% όλων των απασχολούμενων θεωρούνταν ως εργαζόμενοι φτωχοί, που σήμαινε ότι το 8% του ενεργού οικονομικά πληθυσμού (18 ετών και άνω) εργαζόταν αλλά παρόλα αυτά διαβίωνε κάτω από το όριο της φτώχειας.
Παρά ταύτα, σημαντικές διαφοροποιήσεις ενυπάρχουν ανάμεσα στα έτερα κράτη-μέλη: Ελλάδα (14%), Πολωνία (12%), Ισπανία (11%), καθώς και Ιταλία, Λετονία και Πορτογαλία (10% το κάθε κράτος) έχουν τους υψηλότερους δείκτες εργαζόμενων φτωχών.
Επιπρόσθετα οι μόνοι γονείς με εξαρτώμενα τέκνα αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο, στο επίπεδο του 18% για την ΕΕ των 25 – η συγκεκριμένη αναλογία είναι ακόμη μεγαλύτερη για τις Βαλτικές και Νότιες Χώρες της ΕΕ – 27% στην Εσθονία, 24% στην Λιθουανία, 23% στην Λετονία και την Ισπανία και 22% στην Κύπρο και την Ελλάδα». βλέπε σχετικά European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions, Working poor in Europe, 2010.
Στις Η.Π.Α από τα 140 εκατομμύρια άτομα που βρίσκονταν στο ενεργό εργατικό δυναμικό για 27 εβδομάδες ή περισσότερο για το 2003, το 3,8% από τα άτομα που διέθεταν συνήθως εργασία πλήρους απασχόλησης κατατάσσονταν στους εργαζόμενους φτωχούς, συγκρινόμενο με το 10,6% των εργαζόμενων μερικής απασχόλησης. Επιπρόσθετα, οι γυναίκες που συντηρούν οικογένειες (εργαζόμενες μόνες μητέρες) είχαν διπλάσιες πιθανότητες να κατατάσσονται ανάμεσα στους εργαζόμενους φτωχούς από ότι οι άντρες. (Βλέπε US Department of Labor, US Bureau of Labor Statistics, A Profile of the Working Poor, Report 983, March 2005).
Ειδικότερα, οι μονογονεϊκές οικογένειες υπεραντιπροσωπεύονται στην κατηγορία των εργαζόμενων φτωχών οικογενειών εξαιτίας των ελλιπών υπηρεσιών δομών φύλαξης και δημιουργικής απασχόλησης παιδιών, που παρατηρείται εντονότερα στην χώρα μας, που θα μπορούσαν να προσφέρουν περισσότερες ευκαιρίες για την ανεύρεση σταθερότερης και πλήρους απασχόλησης.
[1] Ροζανβαλόν Πιέρ, Το Νέο Κοινωνικό Ζήτημα – Επανεξετάζοντας το κράτος πρόνοιας, Αθήνα (Εκδόσεις Μεταίχμιο) 2001.
[2] Μητράκος Θεόδωρος, Παιδική φτώχεια: πρόσφατες εξελίξεις και προσδιοριστικοί παράγοντες, Οικονομικό Δελτίο, 30 5/08.